πολέμιος

πολέμιος
πολέμιος
a enemy

πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80

pro subs.,

θεῶν πολέμιος, Τυφὼς P. 1.15

b of things, of war

πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων P. 2.19

λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55

ματέρ' πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν Pae. 2.30


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολέμιος — of masc nom sg πολέμιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, Είναι ένας από τους 300 μάρτυρες και όσιους που μαρτύρησαν στην Κύπρο. * * * α, ο / πολέμιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο, πολεμικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… …   Dictionary of Greek

  • πολέμιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον πόλεμο, πολεμικός. 2. εχθρικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμιώτερον — πολέμιος of adverbial comp πολέμιος of masc acc comp sg πολέμιος of neut nom/voc/acc comp sg πολέμιος of masc acc comp sg πολέμιος of neut nom/voc/acc comp sg πολέμιος of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιωτάτων — πολέμιος of fem gen superl pl πολέμιος of masc/neut gen superl pl πολέμιος of fem gen superl pl πολέμιος of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιώτατα — πολέμιος of adverbial superl πολέμιος of neut nom/voc/acc superl pl πολέμιος of adverbial superl πολέμιος of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιώτατον — πολέμιος of masc acc superl sg πολέμιος of neut nom/voc/acc superl sg πολέμιος of masc acc superl sg πολέμιος of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμίω — πολέμιος of masc/neut nom/voc/acc dual πολέμιος of masc/neut gen sg (doric aeolic) πολέμιος of masc/fem/neut nom/voc/acc dual πολέμιος of masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) πολεμέω to be at war pres subj act 1st sg (doric) πολεμέω to be at war… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμίως — πολέμιος of adverbial πολέμιος of masc acc pl (doric) πολέμιος of adverbial πολέμιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμιον — πολέμιος of masc acc sg πολέμιος of neut nom/voc/acc sg πολέμιος of masc/fem acc sg πολέμιος of neut nom/voc/acc sg πολεμέω to be at war imperf ind act 3rd pl (doric) πολεμέω to be at war imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμίων — πολέμιος of fem gen pl πολέμιος of masc/neut gen pl πολέμιος of masc/fem/neut gen pl πολεμέω to be at war pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”